ὁλόρριζος — with the entire root masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλόρριζον — ὁλόρριζος with the entire root masc/fem acc sg ὁλόρριζος with the entire root neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλορρίζους — ὁλόρριζος with the entire root masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλόρριζα — ὁλόρριζος with the entire root neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλόρριζοι — ὁλόρριζος with the entire root masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) … Dictionary of Greek
ολορρίζως — (ΑΜ ὁλορρίζως) επίρρ. βλ. ολόρριζος … Dictionary of Greek
ολορριζί — ὁλορριζί ή ολορριζεί (Α) επίρρ. με όλη τη ρίζα, ολόρριζα, σύρριζα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλόρριζος + επιρρμ. κατάλ. ί / εί (πρβλ. πανδημ ί / πανδημ εί)] … Dictionary of Greek
ολόρριζα — επίρρ. βλ. ολόρριζος … Dictionary of Greek
ρίζα — η / ῥίζα, ΝΑ, και ιων. τ. ῥίζη και αιολ. τ. βρίζα Α 1. βοτ. το κατά κανόνα υπόγειο τμήμα τού σώματος ενός φυτού, κύριες λειτουργίες τού οποίου είναι η στήριξη τού φυτού, η πρόσληψη από το έδαφος νερού και των διαλυμένων σ αυτό ανόργανων αλάτων,… … Dictionary of Greek